ἐφεψιάομαι

Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

mock or scoff at, τεθνεῶτί γ' ἐφεψιόωνται ἅπαντες Od. 19.331, cf. 370.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
3ᵉ pl. épq. prés. ἐφεψιόωνται, impf. ἐφεψιόωντο;
se railler de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἑψιάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐφεψιάομαι: насмехаться, издеваться, глумиться (τινι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεψῐάομαι: ἐμπαίζω, σκώπτω, χλευάζω, Λατ. elludere, τεθνηῶτί γ’ ἐφεψιόωνται ἅπαντες Ὀδ. Τ. 331, πρβλ. 370· ἴδε καθεψιάομαι.

English (Autenrieth)

mock, make sport of, τινί. (Od.)

Greek Monotonic

ἐφεψῐάομαι: αποθ., εμπαίζω, χλευάζω, σκώπτω, τινι, Λατ. elludere, Επικ. γʹ πληθ. ἐφεψιόωνται, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


Dep. to mock or scoff at, τινι, Lat. illudere, epic 3rd pl. ἐφεψιόωνται Od.

German (Pape)

darüber spotten, verhöhnen, τεθνεῶτί γ' ἐφεψιόωνται ἅπαντες, Od. 19.331, 370.