ἑψιάομαι

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑψιάομαι Medium diacritics: ἑψιάομαι Low diacritics: εψιάομαι Capitals: ΕΨΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: hepsiáomai Transliteration B: hepsiaomai Transliteration C: epsiaomai Beta Code: e(yia/omai

English (LSJ)

(ἑψία) Ep. Verb, amuse oneself, θύρῃσι καθήμενοι ἑψιαάσθων Od.17.530; ἑψιάασθαι μολπῇ καὶ φόρμιγγι 21.429; ἀμφ' ἀστραγάλοισι.. ἑψιόωντο A.R.3.118, cf. 1.459, Call.Dian. 3, Cer. 39, Nonn. D. 10.326 (ἐψιόωντο, as if from ἔπος, Philon. (?) ap. Sch.A.R.3.118; but cf. ἀφεψιάομαι).

German (Pape)

[Seite 1132] od. ἐψιάομαι, nach Einigen mit Steinchen (ψιά) spielen; οὗτοι δ' ἠὲ θύρῃσι καθήμενοι ἑψιαάσθων Od. 17, 530, Schol. διαλεγέσθωσαν u. παιζέτωσαν; bestimmter Ap. Rh. 3, 117 ἀμφ' ἀστραγάλοισι δὲ τώγε χρυσείοις ἑψιόωντο, wo der Schol. die Erkl. ὁμιλέω u. die Ableitung von ἔπος anführt, also = sich unterhalten, vgl. ἀμοιβαδὶς ἀλλήλοισι μυθεῦνθ' οἷά τε πολλὰ νέοι παρὰ δαιτὶ καὶ οἴνῳ τερπνῶς ἑψιόωνται id. 1, 457, während Andere an ἕπομαι denken (s. das Vorige); μολπῇ καὶ φόρμιγγι, sich ergötzen daran, Od. 21, 420. Sonst hat das Wort noch Callim. Dian. 2 Cer. 39 in der Bdtg "scherzen", "lustig sein".

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
jouer, s'amuser.
Étymologie: cf. ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

ἑψιάομαι: играть, забавляться, развлекаться (μολπῇ καὶ φόρμιγγι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑψιάομαι: Ἀποθ. (ἑψία) παίζω μὲ ψηφῖδας, διασκεδάζω, θύρῃσι καθήμενοι ἑψιαάσθων, «παιζέτωσαν» (Ἡσύχ.), Ὀδ. Ρ. 530· ἑψιάασθαι μολπῇ καὶ φόρμιγγι Φ. 429· ἀμφ’ ἀστραγάλοισι... ἑψιόωντο Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 118, πρβλ. Α. 459, Καλλ. εἰς Ἄρτεμιν 3, εἰς Δημ. 36. - Ἐπικ. ῥῆμα, πρβλ. ἐφ-, καθεψιάομαι.

English (Autenrieth)

make merry, Od. 17.530; μολπῇ καὶ φόρμιγγι, Od. 21.429.

Greek Monotonic

ἑψιάομαι: αποθ., παίζω με χαλίκια, πετραδάκια, γενικά, διασκεδάζω, ἑψιαάσθων (Επικ. γʹ δυϊκ. προστ.), σε Ομήρ. Οδ.· ἑψιάασθαι μολπῇ καὶ φόρμιγγι, (Επικ. απαρ.), στο ίδ.

Middle Liddell

[from ἑψία
Dep. to play with pebbles, generally, to amuse oneself, ἑψιαάσθων (epic 3rd dual imperat.), Od.; ἑψιάασθαι μολπῇ καὶ φόρμιγγι (epic inf.) Od.