ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Full diacritics: ὀψιαίτερος | Medium diacritics: ὀψιαίτερος | Low diacritics: οψιαίτερος | Capitals: ΟΨΙΑΙΤΕΡΟΣ |
Transliteration A: opsiaíteros | Transliteration B: opsiaiteros | Transliteration C: opsiaiteros | Beta Code: o)yiai/teros |
ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.
ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.