ὑποκοριστικῶς
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
French (Bailly abrégé)
adv.
en termes caressants ou adoucis, en se servant de diminutifs.
Étymologie: ὑποκορίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκοριστικῶς: грам. в уменьшительной форме Plut.