ἐναπόσκηψις
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
εως, ἡ, supervening, AB435.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. depósito, absceso Phot.α 2639, AB 435.
Greek Monolingual
ἐναπόσκηψις, η (Α)
αιφνίδια και βίαιη εισβολή, ορμητική είσοδος.