ἐλαιοκόμος

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοκόμος Medium diacritics: ἐλαιοκόμος Low diacritics: ελαιοκόμος Capitals: ΕΛΑΙΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: elaiokómos Transliteration B: elaiokomos Transliteration C: elaiokomos Beta Code: e)laioko/mos

English (LSJ)

ον, A rearing olives, AB248, perhaps to be restored in Lys.Fr.28; but II ἐλαιόκομος, ον, (κόμη) olive-clad, μαραθών Nonn.D.13.184.

Spanish (DGE)

-ον
que trabaja los olivos Poll.1.222, Phot.ε 553, AB 248
fig. criador de olivos ποταμός Nonn.D.37.170.
• Etimología: Cf. κομέω.
-ον
ramoso de olivos, lleno de ramas de olivo, cubierto de olivos αὐλῶνες Poll.1.229, Μαραθών Nonn.D.13.184, 37.146.
• Etimología: Cf. κόμη.

German (Pape)

[Seite 788] Oliven bauend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοκόμος: -ον, καλλιεργῶν τὰς ἐλαίας, «οἱ οὖν ἐπιμελούμενοι τῶν ἐλαιῶν ἐλαιοκόμοι καλοῦνται» Α. Β. 248, 21· ἀλλά, ΙΙ. ἐλαιοκόμος, ον, (κόμη) κατάφυτος ἐξ ἐλαιῶν, τέμενος βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος Νόνν. Δ. 13. 184.

Greek Monolingual

ο και η (Α ως επίθ. ἐλαιοκόμος, -ον)
αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια της ελιάς.

Greek Monolingual

ἐλαιόκομος, -ον (Α)
ο κατάφυτος από ελιές («τέμενος βαθυδένδρου ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος», Νόνν.).