διαιρετέος

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut ou qu’on peut diviser.
Étymologie: adj. verb. de διαιρέω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser dividido ὁ χρόνος Them.in Ph.141.25, cf. Gloss.2.278.

Greek Monolingual

ο (AM διαιρετέος)
1. αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί
2. το αρσ. ως ουσ. μαθ. ποσότητα ή αριθμός που πρόκειται να διαιρεθεί
αρχ.
αυτός που πρέπει να του ανοίξουν τη φλέβα.

Greek Monotonic

διαιρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαιρέω·
I. αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.
II. διαιρετέον, πρέπει κάποιος να διαιρέσει, στον ίδ.

Middle Liddell

διαιρετέος, η, ον verb. adj. of διαιρέω,]
I. to be divided, Plat.
II. διαιρετέον, one must divide, Plat.