ἐπιστητός

From LSJ
Revision as of 19:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστητός Medium diacritics: ἐπιστητός Low diacritics: επιστητός Capitals: ΕΠΙΣΤΗΤΟΣ
Transliteration A: epistētós Transliteration B: epistētos Transliteration C: epistitos Beta Code: e)pisthto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἐπίσταμαι) that can be scientifically known, matter of science, Pl.Tht.201d, etc.; τὸ ἐ. Arist.EN1139b23, al.: Dor. ἐπιστᾱτός Ps.Archyt. ap.Iamb.Comm.Math.8.

German (Pape)

[Seite 984] ή, όν, adj. verb. zu ἐπίσταμαι, was man wissen kann, Plat. Theaet 201 d, Arist. Eth. 6, 6 u. öfter, der τὸ ἐπιστητόν von τὸ δοξαστόν unterscheidet, Anal. post. 1, 33.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut apprendre ou savoir.
Étymologie: adj. verb. de ἐπίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστητός: познаваемый, доступный познанию Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστητός: -ή, -όν, (ἐπίσταμαι) ἐπιστητόν, ὃ δύναται νὰ μάθῃ τις μετὰ λόγου, καὶ ὧν μὲν μή ἐστι λόγος, οὐκ ἐπιστητὰ εἶναι... ἃ δ’ ἔχει, ἐπιστητά, Πλάτ. Θεαίτ. 201D, Ἀριστ., κλ.· τὸ ἐπιστητὸν μαθητὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 6. 3, 3, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστητός, -ή, -όν) επίσταμαι
το ουδ. ως ουσ. το επιστητό(ν)
ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο άνθρωπος και να το υποστηρίξει λογικά («το ἐπιστητὸν μαθητόν», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «επί παντός του επιστητού»
ειρων. για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει όλα
αρχ.-μσν.
αυτός που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επιστήμης, που μπορεί να κατανοηθεί πλήρως.