μαστιγώνω
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
(AM μαστιγῶ, -όω, Μ και μαστιγώνω) μάστιξ
1. χτυπώ με μαστίγιο, βουρδουλίζω, καμ(ου)τσικίζω, βιτσίζω
2. μτφ. τυραννώ, βασανίζω, μαστίζω
νεοελλ.
δέρνω
2. μτφ. ασκώ αυστηρό δημόσιο έλεγχο, επιπλήττω με δριμύτητα κάποιον, επιτιμώ αυστηρά («η εφημερίδα μας με τα άρθρα της μαστίγωσε ανελέητα τον υπουργό»).