πολεμιστρίς
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ίδος, fem. of foreg., Tz.H.1.876; πολεμ-ίστρια, Heraclit.Ep.7.6.
German (Pape)
[Seite 654] ίδος, ἡ, = Vorigem, ναῦς, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμιστρίς: -ίδος, θηλ. τοῦ προηγ., Τζέτζ. Ἱστ. 1. 876· -ίστρια, Ἡρακλείτου Ἐπ. 7.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Μ
βλ. πολεμιστής.