δυσαπότριπτος
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ον, hard to rub off and so get rid of, ὀνείδη Macar.8.47, cf. Ph.1.459, 615 (Sup.), Thessal. ap. Gal.10.252; of persons, Plu.2.55e.
Spanish (DGE)
-ον
1 indeleble, difícil de borrar en sent. moral ὀνείδη Arist.Fr.487, cf. Macar.8.47, συμβαίνει δὲ τὸ κουφότατον ... δυσαποτριπτότατον εἶναι Ph.1.615, cf. 459, Cyr.Al.M.70.1408C, φθόνος Ph.1.654.
2 medic. malo de quitar, difícil de eliminar πάθη de enfermedades crónicas, Thessal. en Gal.10.252, τραχώματα Gal.14.770.
3 de pers. difícil de quitárselo de encima ὁ κόλαξ Plu.2.55e.
German (Pape)
[Seite 676] schwer abzureiben, zu entfernen, Plut. de adul. et am. discr. 16 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à enlever par le frottement, à effacer ; fig. dont on se débarrasse difficilement.
Étymologie: δυσ-, ἀποτρίβω.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπότριπτος: с трудом стираемый, неизгладимый (ὄνειδος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπότριπτος: -ον, δυσκόλως ἀποτριβόμενος, ὄνειδος Ἀριστ. Ἀποσπ. 445, Πλούτ., κτλ.
Greek Monolingual
δυσαπότριπτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα απαλείφεται
2. αυτός που δύσκολα απομακρύνεται.