Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
-η, -ο λανθάνω
1. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάθευτος, άσφαλτος, σωστός
2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αλάθητος, αναμάρτητος.