δομέω

From LSJ
Revision as of 19:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

German (Pape)

[Seite 655] = δέμω; Sp., wie Arr. An. 7, 22, 2; auch im med., Lycophr. 593.

French (Bailly abrégé)

construire.
Étymologie: δόμος.

Greek (Liddell-Scott)

δομέω: δέμω, παθ., λίθοι εὖ δεδομᾱμένοι Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, 2· δεδόμηται Συλλ. Ἐπιγρ. 8730.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. sin aum. δόμησε Gr.Naz.M.37.922A; plusperf. sin aum. δεδόμητο I.BI 5.173]
1 construir, edificar Hsch.s.u. δομέοντι, en v. pas. τεῖχος ... ἐφ' ὑψηλῷ λόφῳ δεδόμητο I.l.c., cf. BI 5.143, ἡ στέγη κοινὴ ... δεδομημένη I.AI 8.67, τοὺς τάφους ... ἐν τοῖς ἕλεσι δεδομημένους Arr.An.7.22.2, πλίνθῳ ... καὶ γύψῳ δεδομημένα Zos.3.17, δομηθέντα τῷ θεῷ θυσιαστήρια Thdt.Qu.in 4Re.55 (p.239), en v. med. mismo sent. ἐπέγραφεν ὄνομα ... τὸ τῶν πρώτως δομησαμένων (τὰ δημόσια ἔργα) D.C.66.10.1a, ἵνα ... δομήσηται τὸν βωμόν Thdt.Qu.in 2Re.45 (p.121)
fig. en v. act. ἃ γὰρ χρόνος δόμησε Gr.Naz.l.c.
2 colocar, utilizar en construcción λίθοι τειχῶν εὖ δεδομημένοι Aristid.Or.25.64.