θέρμινος

From LSJ
Revision as of 13:23, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρμῐνος Medium diacritics: θέρμινος Low diacritics: θέρμινος Capitals: ΘΕΡΜΙΝΟΣ
Transliteration A: thérminos Transliteration B: therminos Transliteration C: therminos Beta Code: qe/rminos

English (LSJ)

η, ον, (θέρμος) of lupines, ἄλευρα Dsc.2.110; πανοπλία Luc.VH1.27.

German (Pape)

[Seite 1201] von Feigbohnen; Diosc.; Luc. Ver. Hist, 1. 1, 27.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lupin.
Étymologie: θέρμος.

Russian (Dvoretsky)

θέρμῐνος: лупиновый (πανοπλία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θέρμῐνος: -η, -ον, (θέρμος) ἐκ θέρμων (κοιν. ἀπὸ λούπινα), Διοσκ. 2. 135, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 27.

Greek Monolingual

θέρμινος, -ίνη, -ον (Α) θέρμος (I)]
αυτός που κατασκευάζεται από λούπινα («θέρμινα ἄλευρα»).

Greek Monotonic

θέρμῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί από λούπινα (θέρμος), σε Λουκ.

Middle Liddell

θέρμῐνος, η, ον
of lupines (θέρμοσ), Luc.