εὐπερίχυτος
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ον, easily diffused, ib.954d, Herm. ap. Stob.1.49.44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se répand facilement autour.
Étymologie: εὖ, περιχέω.
German (Pape)
leicht umherzugießen, sich leicht verbreitend, Plut. prim.frig. 21.
Russian (Dvoretsky)
εὐπερίχῠτος: легко разливающийся, текучий (στοιχεῖον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίχῠτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως περιχεόμενος, Πλούτ. 2. 954D.
Greek Monolingual
εὐπερίχυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιχέεται εύκολα
2. (κατ' επέκταση) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-χέω].