εὐποίκιλος

From LSJ
Revision as of 13:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποίκῐλος Medium diacritics: εὐποίκιλος Low diacritics: ευποίκιλος Capitals: ΕΥΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: eupoíkilos Transliteration B: eupoikilos Transliteration C: efpoikilos Beta Code: eu)poi/kilos

English (LSJ)

ον, variegated, ἄνθος AP6.154 (Leon. or Gaet.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fortement tacheté.
Étymologie: εὖ, ποικίλος.

Russian (Dvoretsky)

εὐποίκῐλος: очень пестрый (ἄνθος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, πολυποίκιλος, εὐποίκιλον ἄνθος ὀπώρης Ἀνθ. Π. 6. 154. 5.

Greek Monolingual

εὐποίκιλος, -ον (ΑΜ)
πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.

Greek Monotonic

εὐποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-ποίκῐλος, ον
much varied, variegated, Anth.