κάρπωμα

From LSJ
Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρπωμα Medium diacritics: κάρπωμα Low diacritics: κάρπωμα Capitals: ΚΑΡΠΩΜΑ
Transliteration A: kárpōma Transliteration B: karpōma Transliteration C: karpoma Beta Code: ka/rpwma

English (LSJ)

ατος, τό, A fruit, A.Supp.1001; profit, Hsch. II offering offruits, LXX Nu.18.9; cf. κάρπωσις ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 1329] τό, das Eingesammelte, die Frucht, Aeseh. Suppl. 979; der Ertrag, Nutzen, Sp. Das von Früchten als Opfer Dargebrachte, LXX.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fruit.
Étymologie: καρπόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρπωμα -ατος, τό [καρπόω] vrucht.

Russian (Dvoretsky)

κάρπωμα: ατος τό плод Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

κάρπωμα: τό, καρπός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1001· κέρδος, Ἡσύχ. ΙΙ. προσφορά, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΗ', 9)· πρβλ. κάρπωσις. II.

Greek Monolingual

κάρπωμα, τὸ (Α) καρπώ
1. καρπός («καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις», Αισχύλ.)
2. προσφορά καρπών («ἀπὸ τῶν ἡγιασμένων ἁγίων τῶν καρπωμάτων ἀπὸ πάντων τῶν δώρων αὐτῶν», ΠΔ)
3. ωφέλεια, κέρδος.