λεοντοειδής

From LSJ
Revision as of 21:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντοειδής Medium diacritics: λεοντοειδής Low diacritics: λεοντοειδής Capitals: ΛΕΟΝΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: leontoeidḗs Transliteration B: leontoeidēs Transliteration C: leontoeidis Beta Code: leontoeidh/s

English (LSJ)

ές, lion-like, Ael.NA12.7, Gp.19.2.1.

German (Pape)

[Seite 28] ές, löwenähnlich, löwenartig, σῶμα Ael. H. A. 12, 7, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à un lion.
Étymologie: λέων, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοειδής: -ές, λέοντι ὅμοιος Αἰλ. π. Ζ. 12. 7. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ές (AM λεοντοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, λεοντόμορφος.
επίρρ...
λεοντοειδώς (Μ λεοντοειδῶς)
σαν λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -ειδής].