μεγαλουργής

From LSJ
Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαλουργής Medium diacritics: μεγαλουργής Low diacritics: μεγαλουργής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: megalourgḗs Transliteration B: megalourgēs Transliteration C: megalourgis Beta Code: megalourgh/s

English (LSJ)

contr. for μεγαλοεργής.

German (Pape)

[Seite 107] ές (s. μεγαλοεργής), Großes verrichtend, τὸ μ., = Folgdm, Luc. Alex. 4, wo Jacobitz μεγαλουργός lies't.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fait de grandes choses.
Étymologie: μέγας, ἔργον.

Greek Monolingual

μεγαλουργής και μεγαλοεργής, -ές (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ουργής].

Greek Monotonic

μεγᾰλουργής: -γία, -γός, βλ. μεγαλο-εργ-.