μεγιστότιμος

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγιστότῑμος Medium diacritics: μεγιστότιμος Low diacritics: μεγιστότιμος Capitals: ΜΕΓΙΣΤΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: megistótimos Transliteration B: megistotimos Transliteration C: megistotimos Beta Code: megisto/timos

English (LSJ)

ον, most honoured, Δίκα A.Supp.709 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très honoré.
Étymologie: μέγιστος, τιμή.

German (Pape)

[τῑ], am höchsten geehrt, Δίκη, Aesch. Suppl. 690.

Russian (Dvoretsky)

μεγιστότῑμος: окруженный величайшим почитанием (Δίκη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστότῑμος: -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, ἔντιμος, Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.

Greek Monolingual

μεγιστότιμος, -ον (Α)
πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά-τιμος].