πρόθρονος

From LSJ
Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège en avant.
Étymologie: πρό, θρόνος.

Russian (Dvoretsky)

πρόθρονος:председатель, глава (εὐγενέων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, Ἀνθ. Π. 8. 116.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πρόεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θρόνος.

Greek Monotonic

πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πρό-θρονος, ὁ,
a president, Anth.