ἀμφελικτός
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ον, poet. for ἀμφιελικτός, coiled round, E. HF 398.
Spanish (DGE)
v. ἀμφιέλικτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
roulé autour.
Étymologie: ἀμφελίσσω.
Greek Monotonic
ἀμφελικτός: -όν, ποιητ. αντί ἀμφιέλ-, κουλουριασμένος, τυλιγμένος, σε Ευρ.
German (Pape)
ringsumwunden, Eur. Herc.F. 399.