ἀμαύρωμα

Revision as of 12:50, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, A obscuration, of sun, Plu.Caes.69. 2 dimness of sight, Mnesith. ap. Orib.4.4.2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 oscurecimiento del sol, Plu.Caes.69.
2 debilidad de la vista, Mnesith.Cyz. en Orib.4.4.2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obscurcissement.
Étymologie: ἀμαυρόω.

German (Pape)

τό, Verdunkelung, ὀφθαλμῶν Medic.; überhaupt Schwächung, Plut. Anton. 71.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαύρωμα: ατος τό затмение, помрачение, потускнение (τῆς αὐγῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαύρωμα: -ατος, τό, ἀμαύρωσις, ἐπισκότισις, περὶ τοῦ ἡλίου, Πλουτ. Καῖσ. 69.

Greek Monolingual

το (Α ἀμαύρωμα)
νεοελλ.
κηλίδωση, σπίλωση της φήμης, του ονόματος
αρχ.
(για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ
βλ. ἀμαυρώνω].

Greek Monotonic

ἀμαύρωμα: -ατος, τό (ἀμαυρόομαι), αμαύρωση, επισκότηση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀμαυρόομαι]
obscuration, Plut.