Ἰσεῖον
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
τό, v. Ἰσιεῖον.
French (Bailly abrégé)
ou Ἴσειον, ου (τό) :
]le sanctuaire d'Isis.
Étymologie: Ἶσις.
Russian (Dvoretsky)
Ἰσεῖον: и Ἴσειον (ῑσ) τό Исей(он), храм Исиды Plut.