αἰσχυντηλία
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
ἡ, bashfulness, Plu.2.66c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
timidez, carácter vergonzoso αἰσχυντηλίαν μὲν ἀναισχυντίᾳ φεύγειν Plu.2.66c, ὀργιλότης αἰσχυντηλία θαρραλεότης Plu.2.443d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pudeur, modestie.
Étymologie: αἰσχυντηλός.
German (Pape)
ἡ, Verschämtheit, Plut. adul. et am. discr. 37.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχυντηλία: ἡ стыдливость, застенчивость Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντηλία: ἡ, αἰδημοσύνη, Πλούτ. 2. 66C.
Greek Monolingual
αἰσχυντηλία, η (Α) αἰσχυντηλός
αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή.