πριονοειδής

From LSJ
Revision as of 08:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

German (Pape)

[Seite 702] ές, sägenförmig, Diosc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de scie, dentelé.
Étymologie: πρίων, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πρίονα, Γαλην. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 147, κτλ.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
ο όμοιος με οπριόνι, οδοντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, -ονος + -ειδής].