φρυαγμοσέμνακος

Revision as of 16:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, wanton and haughty, ἔχων τρόπους φ., coined to describe Bdelycleon in Ar.V.135.

German (Pape)

[Seite 1310] unbändig stolz, kom. Wort von einem Menschen, der mit unbändigem Übermuthe den Schein der Gravität verbindet, τρόπος, Ar. Vesp. 135; alte f. L. ist ὀφρυαγμοσέμνακος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la fois hautain et solennel, d'une morgue prétentieuse.
Étymologie: φρυαγμός, σεμνός.

Russian (Dvoretsky)

φρυαγμοσέμνᾰκος: ирон. величественно фыркающий (τρόποι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

φρυαγμοσέμνᾰκος: -ον, γαῦρος καὶ ἀλαζὼνἀλαζὼν καὶ σοβαρός, ἔχων τρόπους φρ., λέξις χαλκευθεῖσα πρὸς περιγραφὴν Βδελυκλέωνος ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 135· πρβλ. φρύαγμα ΙΙ.

Greek Monolingual

-ον, Α αγέρωχος και αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα + σεμνός + επίθημα -ακος (πρβλ. τριβ-ακός)].

Greek Monotonic

φρυαγμοσέμνᾰκος: -ον, ακόλαστος και αλαζόνας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φρυαγμο-σέμνᾰκος, ον,
wanton and haughty, Ar.