ἐνδιαίτημα

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδῐαίτημα Medium diacritics: ἐνδιαίτημα Low diacritics: ενδιαίτημα Capitals: ΕΝΔΙΑΙΤΗΜΑ
Transliteration A: endiaítēma Transliteration B: endiaitēma Transliteration C: endiaitima Beta Code: e)ndiai/thma

English (LSJ)

ατος, τό, dwelling-place, D.H.1.37, Ph.1.52, al., Plu.2.968b, Phalar.Ep.34 (pl.), Agath.3.23; ἐ. δαιμόνων τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.Marc.11.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 morada, lugar de residencia de pers. o anim., esp. ref. territorios o espacios abiertos ἐ. δ' ἀνθρώποις ἄχαρι D.H.1.37, τὰ θηρόβοτα Νομάδων ἐνδιαιτήματα Phalar.Ep.34, Πιερία φίλον ὑμῖν ἐ. Aristid.Or.43.6, Μουσῶν ἐ. del Helicón, Hermesian.Hist.2, del mundo para Dios θεοῦ γὰρ οὐδὲ ὁ σύμπας κόσμος ἄξιον ἂν εἴη ... ἐ. Ph.1.52, τοῖς πτηνοῖς ὁ ἀὴρ ἐ. οἰκεῖον para las aves el aire es su medio natural Ph.1.506, τὰ ἐνδιαιτήματα τῶν ἁγίων del reino de los cielos, Thdr.Heracl.Mt.26, ref. edificios o espacios cerrados, Agath.3.23.3, en un hormiguero, Plu.2.968b
fig. morada, sede esp. ref. el alma o partes del cuerpo πονηρῶν δαιμόνων ἐ. τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.Marc.11, cf. Cyr.Al.Luc.1.60.2, τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις ... ἐ. διδοὺς τὴν καρδίαν Cyr.Al.M.68.920B, νοῦ γὰρ ἐ. κεφαλή la cabeza es la sede del pensamiento Cyr.Al.M.68.993A.
2 régimen, dieta συντρόφοις ἐνδιαιτήμασι τὰς ὀδύνας κοιμήσαντες Bas.Sel.Or.M.85.333A.

German (Pape)

[Seite 833] τό, Wohnort, Wohnung, D. Hal. 1, 37 u. a. Sp., wie App. B. Civ. 2, 143. – Vergnügungsort, Poll. 1, 74.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lieu où l'on vit, demeure.
Étymologie: ἐνδιαιτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαίτημα: ατος τό жилище, жилье Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαίτημα: τό, μέρος πρὸς κατοικίαν, οἰκητήριον, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 698Β.

Greek Monolingual

το (Α ἐνδιαίτημα)
κατοικία, τόπος διαμονής
νεοελλ.
«τα ενδιαιτήματα» — τα διαμερίσματα του πλοίου που προορίζονται για τους βαθμοφόρους.