βαρύλυπος

Revision as of 12:33, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, very sad, Plu.2.114f (Sup.).

Spanish (DGE)

hundido de dolor compar. οἱ βαρυλυπότατοι ... πραότατοι γίγνονται πολλάκις ὑπὸ τοῦ χρόνου Plu.2.114f.

German (Pape)

[Seite 434] schwer gekränkt. betrübt, Plut. consol. ad Apoll. p. 351, superl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
seul. Sp. βαρυλυπότατος;
accablé de chagrin.
Étymologie: βαρύς, λύπη.

Russian (Dvoretsky)

βαρύλῡπος: глубоко огорченный, печальный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύλῡπος: -ον, ὁ λίαν τεθλιμμένος, Πλούτ. 2. 114Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βαρύλυπος, -ον)
βαριά λυπημένος, περίλυπος.