συμπερασματικῶς
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de conclusion, en guise de conclusion.
Étymologie: συμπέρασμα.
Russian (Dvoretsky)
συμπερασματικῶς: Arst. = συμπεραντικῶς.