συντόνως
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (Woodhouse)
eagerly, energetically, impetuously, intensely, vehemently
French (Bailly abrégé)
adv.
avec contention, avec effort.
Étymologie: σύντονος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
βλ. σύντονος.
Russian (Dvoretsky)
συντόνως:
1 напряженно, пристально (βλέπειν πρός τι Plat.);
2 упорно, усердно, неутомимо (ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῖναι Plat.);
3 в напряженном труде, строго (ζῆν Plat.).