προμηθία
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
προμηθίη, v. προμήθεια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. προμήθεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμηθία -ας, ἡ Ion. προμηθίη zie προμήθεια.
Russian (Dvoretsky)
προμηθία: ион. Aesch., Eur. προμηθίη ἡ = προμήθεια.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. προμήθεια.
Greek Monotonic
προμηθία: -ίη, βλ. προμήθεια.
Greek (Liddell-Scott)
προμηθία: -ίη, ἴδε προμήθεια.