κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love
[Seite 88] dor. für ἀλήθεια, ἀληθής.
dor. c. ἀληθινός.
ἀλᾱθῐνός: дор. = ἀληθινός.
ἀλᾱθινός Dor. voor ἀληθινός.