βρεφοπρεπής
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Spanish (DGE)
-ές
1 propio de un niño, infantil ὅτιπερ νηπιῶδες ἂν εἴη καὶ β. ... περιπλανῆσαι Nil.M.79.577D, ἀντ' ἄλλης ... βρεφοπρεποῦς ὁμιλίας Diad.Perf.61.
2 adv. -ῶς de manera infantil ἄγαν β. κομιζόμενοι Nil.M.79.221A.