Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
η (Α ἀποκοτιά)τόλμη, θάρροςνεοελλ.θρασύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκοτώ ή < απόκοτος].