στιβεύς
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
έως, ὁ, A walker, traveller, Hsch. (στιδεύς cod.); cf. στειβεύς. 2 fuller, who cleans clothes by treading them, PPetr.3p.173 (iii B.C.), BGU1087.7 (iii A.D.), Sch.A.R.2.30, Sch.Nic.Th.376. II one who tracks out, σ. κύων Opp.C.1.463.
German (Pape)
[Seite 942] ὁ, 1) der Tretende od. Gehende, der Wanderer, ὁδευτής, Hes.; auch der Walker, der mit den Füßen tritt u. walkt, Scholl. Nic. Th. 346 u. Scholl. Ap. Rh. 2, 30. – 2) der der Spur nachgeht, Spürer, κύων, Spürhund, Opp. Cyn. 1, 462.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβεύς: έως, ὁ, (στιβέω) ὁ περιπατῶν, ὁδοιπόρος, ταξειδιώτης, Ἡσύχ.· ― μάλιστα δὲ κναφεὺς (Γερμ. walker), ὁ λευκαίνων καὶ πλύνων τὰ ἐνδύματα πατῶν αὐτὰ διὰ τῶν ποδῶν του, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 30, Νικ. Θηρ. 376· ― πρβλ. στείβω Ι. 1 ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ περιπατῶν ἔξω, περιερχόμενος, στ. κύων Ὀππ. Κυν. 1. 462.
Greek Monolingual
και στειβεύς, -έως, ὁ, Α
1. οδοιπόρος, ταξιδιώτης
2. τεχνίτης που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια
3. ιχνηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίβος + επίθημα -εύς (πρβλ. στιγ-εύς). Ο τ. στειβεύς κατά τον φωνηεντισμό του ρ. στείβω].