ὄλολυς
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
ὁ, effeminate, dissolute person (ὁ γυναικώδης καὶ κατάθεος καὶ βάκηλος Phot.), Anaxandr.34.4, Men.34. (On the accent, v. Hdn. Gr.2.938.)
German (Pape)
[Seite 326] ὁ, bezeichnet nach Phot. bei Menand. und Theopomp. τὸν γυναικώδη καὶ βάκηλον; vgl. Anaxandr. bei Ath. IV, 182 d u. VI, 242 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλολυς: ὁ, ἄνθρωπος ἐκτεθηλυμμένος καὶ διεφθαρμένος («ὁ γυναικώδης καὶ κατάθεος καὶ βάκηλος» Φώτ.), Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 373. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 32. 35.
Russian (Dvoretsky)
ὄλολυς: adj. m испускающий жалобные крики, плаксивый Men.