βακέλας
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
German (Pape)
[Seite 427] ὁ, = folgdm; Alcm. bei Plut. de exil. 2 Alex. Aet. 3 (VII, 709), emend. für μακέλας.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
dor. c. βάκηλος.
Spanish (DGE)
ὁ
eunuco de rango sacerdotal en Sardes κερνᾶς ἦν τις ἂν ἢ β. χρυσοφόρος Alex.Aet.9.2 (cf. βάκηλος).
Greek Monotonic
βακέλας: ὁ, ευνούχος στην υπηρεσία της Κυβέλης, σε Ανθ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰκέλᾱς: ὁ Anth. = βάκηλος.