πωλευτής
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
οῦ, ὁ, horsebreaker, Max.Tyr.7.8: generally, trainer of animals, keeper, ἐλέφαντος Ael.NA7.41, cf.8.17, 13.8.
German (Pape)
[Seite 827] ὁ, der Bändiger, Zureiter des jungen Pferdes, Ael. H. A. 7, 41; der ein junges Thier Abrichtende, ἐλέφαντος, ib. 8, 17, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πωλευτής: -οῦ, πωλοδάμνης, καθόλου ὁ δαμάζων, γυμνάζων ζῷα, φύλαξ καὶ ἐπιμελητὴς αὐτῶν, ἐλέφαντα Αἰλ. π. Ζ. 7. 41., 8. 17., 13. 8.
Greek Monolingual
ὁ, Α πωλεύω
1. δαμαστής, εκγυμναστής νεαρών αλόγων ιππασίας
2. (γενικά) φύλακας, επιμελητής και εκγυμναστής ζώων («πωλευτὴς ἐλέφαντος», Αιλ.).