εξασθένηση
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Greek Monolingual
η (Μ ἐξασθένησις) εξασθενώ (I)]
1. κατάπτωση, εξάντληση («εξασθένηση του οργανισμού», «οικονομική εξασθένηση» κ.λπ.)
2. έλλειψη έντασης.