λινάτσα
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
Greek Monolingual
η
1. χοντρό ύφασμα από λίνο ή κάναβη που χρησιμεύει για τη συσκευασία εμπορευμάτων, ιδίως για την κατασκευή σάκων
2. κομμάτι από φθαρμένο σάκο που χρησιμοποιείται ως σφουγγαρόπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λινό + κατάλ. -άτσα, πρβλ. μπουγ-άτσα].