κοψομεσιάζω

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

και κουτσομεσιάζω
1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο
2. χτυπώ κάποιον στη μέση και του προκαλώ δυνατό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μεσ-ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβο-μεσιάζω].