κοψομεσιάζω

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source

Greek Monolingual

και κουτσομεσιάζω
1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο
2. χτυπώ κάποιον στη μέση και του προκαλώ δυνατό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μεσ-ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβομεσιάζω].