μονόγνωμος
From LSJ
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
και μόγνωμος, -η, -ο
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, ομόγνωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. πολύ-γνωμος].