ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
και μόγνωμος, -η, -οαυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, ομόγνωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. πολύγνωμος].