τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
εὐαλσής, -ές (Α)αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλσής (< άλσος), πρβλ. κατ-αλσής].