χρυσώπης

From LSJ
Revision as of 15:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, fem. χρυσῶπις, = Folgdm; χρυσῶπα, als voc., Bacchus, Eur. Bacch. 553 (aber nach Herm. acc., mit θύρσον zu verbinden); das fem., Λητώ, Ar. Th. 321; auch χρυσώπιδες ἰχθύες ἐλλοί, poet. bei Ath. VII, 277 d.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χρυσωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ώπης (< θ. οπ- του όπωπα), πρβλ. βλοσυρ-ώπης].