πιάσιμο

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

Greek Monolingual

το, Ν
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πιάνω, η λήψη, η λαβή, η ανάληψη, η σύλληψη, το ἁρπαγμα, το άδραγμα («δύσκολο το πιάσιμο του ελαφιού με τον βρόχο»)
2. αφή, άγγιγμα, ψαύση («η ποιότητα του υφάσματος φαίνεται από το πιάσιμο»)
3. το ριζοβόλημα, η ρίζωση («το πιάσιμο του δέντρου»)
4. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) η σύλληψη, η κύηση, η εγκυμοσύνη, η γονιμοποίηση, η κυοφορίαπιάσιμο του παιδιού»)
5. παράλυση, μόνιμη ή παροδική αναπηρία ενός μέλους του σώματος, αγκύλωση ή μούδιασμα («δεν μπορεί να κουνηθεί απ' το πιάσιμο»)
6. στον πληθ. τα πιασίματα
οι λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ- του αορ. έ-πιασ-α του πιάνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο, κάψ-ιμο)].