φλεγμασία

From LSJ
Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγμᾰσία Medium diacritics: φλεγμασία Low diacritics: φλεγμασία Capitals: ΦΛΕΓΜΑΣΙΑ
Transliteration A: phlegmasía Transliteration B: phlegmasia Transliteration C: flegmasia Beta Code: flegmasi/a

English (LSJ)

Ion. φλεγμασίη, ἡ, = φλέγμανσις (fiery heat, inflammation), Id.Acut.35, Arist.GA746a5, etc. 2 turgescence, Hp.Loc.Hom.42.

German (Pape)

[Seite 1291] ἡ, = φλεγμονή, Aristot.

Russian (Dvoretsky)

φλεγμᾰσία:воспаление Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγμᾰσία: ἡ, = φλεγμονή, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10.4, 2, π. Ζῴων Γεν. 2. 7, 4, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
φλεγμονή
νεοελλ.
ιατρ. θρομβοφλεβίτιδα της μηριαίας ή και της έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο πλαίσιο κάποιου λοιμώδους νοσήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + κατάλ. -ασία (πρβλ. ξηρ-ασία, ὑγρ-ασία)].