μυχόπεδον
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
τό, the depth of the earth, the abyss, Phot.
German (Pape)
[Seite 224] τό, nach Phot. γῆς βάθος, Αἵδης.
Greek (Liddell-Scott)
μῠχόπεδον: τό, «γῆς βάθος· Ἅιδης», Φώτ. 274, 18.
Greek Monolingual
μυχόπεδον, τὸ (Α)
(κατά τον Φώτ.) «γῆς βάθος, ᾅδης», τα έγκατα της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό-πεδον, στρατό-πεδον)].